- νοσοκομειακός
- -ή, -ό1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο νοσοκομείο («νοσοκομειακή περίθαλψη»)2. φρ. α) «νοσοκομειακός γιατρός» — γιατρός με πλήρη ή κύρια απασχόληση σε νοσοκομείοβ) «νοσοκομειακή ιατρική» — ιατρική που ασκείται στα νοσοκομείαγ) «νοσοκομειακό πλοίο» — πλοίο ειδικά κατασκευασμένο ή μετασκευασμένο για τη μεταφορά και την προσωρινή νοσηλεία ασθενών, αλλ. πλωτό νοσοκομείο.επίρρ...νοσοκομειακώς και -άμε νοσοκομειακό τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < νοσοκομείο. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στον Κ. Π. Αποστολίδη].
Dictionary of Greek. 2013.